Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξακοσάρι — και ξακοσάρι, το ποσό εξακοσίων δραχμών («κοστίζει ένα εξακοσάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + άρι*] … Dictionary of Greek
ξακοσάρι — το βλ. εξακοσάρι … Dictionary of Greek